Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “gone”
βασική μορφή gone, μη βαθμ.
- φευγαλέος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The guests are already gone.
- χαμένος (for masculine), χαμένη (for feminine), χαμένο (for neuter)
The good old days are gone.
- εξαντλημένος
The supply of coffee is gone at the moment.
- νεκρός
Her mother is gone. She was very ill.
- χαμένος (με την έννοια της αποτυχίας)
After the massive flood hit the town, everyone knew the small family farm was gone.
- απών (με την έννοια της απουσίας πνευματικής παρουσίας)
After too many drinks at the party, Jeff was completely gone he couldn't even remember his own address.
- πριν (με την έννοια του χρόνου)
Six nights gone, your brother fell upon my uncle Stafford.
- αδύναμος (με την έννοια της αδυναμίας ή λιποθυμίας)
After running the marathon, I felt completely gone and needed to rest.
πρόθεση “gone”
- μετά (ως πρόθεση για χρονική συνέχεια)
You'd better hurry up, it's gone four o'clock.