ρήμα “describe”
απαρέμφατο describe; αυτός describes; αόριστος described; μετοχή αορ. described; μετοχή ενεστ. describing
- περιγράφω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She described the sunset as a blend of pink, orange, and purple hues.
- διαγράφω (σχήμα)
The dancer's arms described a graceful arc in the air.
- περιγράφω (επιστημονικά)
The new species of butterfly was described by the entomologist in her latest research paper.