επίθετο “newfound”
βασική μορφή newfound, new-found, μη βαθμ.
- νεοανακαλυμμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
His newfound enthusiasm for cooking made every dinner a delightful surprise.