ρήμα “represent”
απαρέμφατο represent; αυτός represents; αόριστος represented; μετοχή αορ. represented; μετοχή ενεστ. representing
- εκπροσωπώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The lawyer will represent the client during the trial.
- συμβολίζω
On the map, blue lines represent rivers.
- απεικονίζω ή απεικονίζω στην τέχνη ή τη λογοτεχνία
The painting represents a scene from the artist's childhood.
- υποδύομαι
She will represent the lead character in the upcoming movie.
- αντιπροσωπεύω (ως μέλος ομάδας ή χώρας)
He was selected to represent his country at the Olympics.
- υποβάλλω (επίσημη δήλωση)
They represented their concerns to the police.