·

pour (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “pour”

απαρέμφατο pour; αυτός pours; αόριστος poured; μετοχή αορ. poured; μετοχή ενεστ. pouring
  1. ρίχνω
    She poured milk into the glass until it was full.
  2. εκφράζω έντονα
    When she heard the news, she poured out her anger on everyone around her.
  3. ρέω ασταμάτητα
    As the clouds darkened, rain began to pour from the sky.
  4. βρέχει καταρρακτωδώς
    When I left the house, it started pouring.
  5. κινούμαι συνεχώς και σε μεγάλους αριθμούς
    Fans poured into the stadium for the big game.

ουσιαστικό “pour”

ενικός pour, πληθυντικός pours
  1. ρίψη (όταν αναφερόμαστε σε υγρό)
    Her steady pour of syrup over the pancakes was mesmerizing to watch.
  2. καταρρακτώδης βροχή
    We canceled our picnic because the weather forecast predicted heavy pours all afternoon.