·

leader (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “leader”

ενικός leader, πληθυντικός leaders
  1. ηγέτης
    As the leader of the project, he assigned tasks to everyone in the group.
  2. πρωτοπόρος (για άτομο ή ομάδα που είναι το πιο επιτυχημένο ή προηγμένο σε έναν συγκεκριμένο τομέα)
    She is recognized as a leader in environmental research.