ουσιαστικό “AML”
ενικός AML, μη μετρήσιμο
- καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· νόμοι και κανονισμοί για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company has strict AML policies to prevent financial crimes.
- οξεία μυελογενής λευχαιμία· ένας τύπος καρκίνου του αίματος και του μυελού των οστών
After weeks of feeling unwell, she was diagnosed with AML and began chemotherapy.
- (στην αστρονομία) Γλώσσα Σήμανσης Αστρονομικών Δεδομένων· μια γλώσσα σήμανσης που χρησιμοποιείται για την παρουσίαση αστρονομικών δεδομένων.
The astronomer used AML to format and share his telescope data with the research community.
- (στην πληροφορική) Arc Macro Language· μια γλώσσα σεναρίων που χρησιμοποιείται για γεωχωρική ανάλυση
Working on the project, she wrote an AML script to automate the mapping and data analysis tasks.