·

revealed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
reveal (ρήμα)

επίθετο “revealed”

βασική μορφή revealed, μη βαθμ.
  1. αποκαλυμμένος
    The revealed truths in the sacred texts guide the faithful in their daily lives.