ρήμα “reveal”
απαρέμφατο reveal; αυτός reveals; αόριστος revealed; μετοχή αορ. revealed; μετοχή ενεστ. revealing
- αποκαλύπτω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Peeling back the old wallpaper revealed a beautiful mural underneath.
- αποκαλύπτω (με θεία ή υπερφυσική καθοδήγηση)
The prophet revealed the future of the kingdom as the gods had shown him in a vision.
ουσιαστικό “reveal”
ενικός reveal, πληθυντικός reveals
- αποκάλυψη
Throughout the movie, we were led to believe that the protagonist was a regular office worker, but the final scene's reveal showed he was actually an undercover spy the whole time.