·

not (EN)
επίρρημα, σύνδεσμος

επίρρημα “not”

not (more/most)
  1. δεν (ακολουθεί ρήμα και το καθιστά αρνητικό)
    She is not going to the party tonight.

σύνδεσμος “not”

not
  1. όχι (χρησιμοποιείται για να εκφράσει αντίθεση με μια άλλη δήλωση)
    He prefers tea, not coffee, in the morning.