·

questioning (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
question (ρήμα)

ουσιαστικό “questioning”

ενικός questioning, πληθυντικός questionings ή μη μετρήσιμο
  1. ανάκριση
    The suspect was taken to the police station for questioning.
  2. ερώτηση (η ενέργεια της υποβολής ερωτήσεων)
    The reporter's questioning unveiled the truth behind the scandal.

επίθετο “questioning”

βασική μορφή questioning (more/most)
  1. ερωτηματικός (που δείχνει περιέργεια ή αμφιβολία)
    She gave him a questioning look when he arrived late.