·

syndicate (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “syndicate”

ενικός syndicate, πληθυντικός syndicates
  1. συνδικάτο (μια ένωση ατόμων ή οργανισμών που σχηματίζεται για την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου επιχειρηματικού έργου ή για την προώθηση ενός κοινού ενδιαφέροντος)
    A syndicate of investors purchased the property to develop a new shopping center.
  2. συνδικάτο
    The police arrested members of a syndicate responsible for cyber fraud.
  3. πρακτορείο (μέσων ενημέρωσης)
    Her comic strip is distributed by a syndicate to newspapers nationwide.

ρήμα “syndicate”

απαρέμφατο syndicate; αυτός syndicates; αόριστος syndicated; μετοχή αορ. syndicated; μετοχή ενεστ. syndicating
  1. να πουλήσεις κάτι (όπως ένα κομμάτι γραφής ή άλλο περιεχόμενο) για δημοσίευση σε πολλές εφημερίδες, περιοδικά ή άλλα μέσα ενημέρωσης ταυτόχρονα
    The columnist syndicated her articles to over fifty newspapers.
  2. οργανώνω εταιρείες ή άτομα σε συνδικάτο
    Several banks syndicated to fund the large infrastructure project.