menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
originally
(EN)
επίρρημα
επίρρημα “originally”
originally
(more/most)
αρχικά
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Originally
, the house was built as a school, but it has since been converted into apartments.
πρωτοτυπικά
(με τρόπο που είναι νέος, μοναδικός ή εφευρετικός)
The recipe called for apples, but she
originally
used pears to give the dish a unique twist.
milk
initiate
virtuoso
heating