ρήμα “notice”
απαρέμφατο notice; αυτός notices; αόριστος noticed; μετοχή αορ. noticed; μετοχή ενεστ. noticing
- αντιλαμβάνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He noticed a new coffee shop had opened on his way to work.
ουσιαστικό “notice”
ενικός notice, πληθυντικός notices ή μη μετρήσιμο
- ανακοίνωση
The library put up a notice that it would be closed on Monday for maintenance.
- επίσημη ειδοποίηση
The company sent out a notice to all employees about the new security protocols.
- αντίληψη
She took no notice of the loud music and continued reading her book.
- προειδοποίηση για απόλυση
John received a two-week notice before his last day at the company.
- προειδοποίηση (για κάτι που θα συμβεί)
They decided to move the meeting to Friday, but I wish they had given us more notice.
- κριτική (σε δημοσίευση)
After the premiere, the director anxiously awaited the notices in the morning papers.