·

dusk (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “dusk”

ενικός dusk, πληθυντικός dusks ή μη μετρήσιμο
  1. λυκόφως
    Children often play outside until dusk, enjoying the last bit of light before dinner.
  2. σκούρο χρώμα (με περαιτέρω εξήγηση: χρώμα που παραπέμπει στο σκοτάδι ή στο λυκόφως)
    She chose a beautiful gown that shimmered in a shade of dusk, complementing the evening's ambiance.

επίθετο “dusk”

βασική μορφή dusk, μη βαθμ.
  1. σκοτεινός (με περαιτέρω εξήγηση: που έχει ποιότητα σκοτεινού χρώματος)
    The old library had a certain charm with its dusk wooden shelves filled with ancient books.