ουσιαστικό “dusk”
ενικός dusk, πληθυντικός dusks ή μη μετρήσιμο
- λυκόφως
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Children often play outside until dusk, enjoying the last bit of light before dinner.
- σκούρο χρώμα (με περαιτέρω εξήγηση: χρώμα που παραπέμπει στο σκοτάδι ή στο λυκόφως)
She chose a beautiful gown that shimmered in a shade of dusk, complementing the evening's ambiance.
επίθετο “dusk”
βασική μορφή dusk, μη βαθμ.
- σκοτεινός (με περαιτέρω εξήγηση: που έχει ποιότητα σκοτεινού χρώματος)
The old library had a certain charm with its dusk wooden shelves filled with ancient books.