·

trial (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “trial”

ενικός trial, πληθυντικός trials
  1. δίκη
    The trial attracted media attention for weeks.
  2. δοκιμή
    They conducted trials to determine the best design.
  3. δοκιμαστική περίοδος
    Would you like a 7-day trial for this language-learning app?
  4. δοκιμασία
    Living in a foreign country can be a real trial at times.
  5. προκριματικός αγώνας
    He impressed the coaches during the basketball trials.
  6. κλινική δοκιμή
    The new drug is undergoing clinical trials.
  7. η γραμματική κατηγορία που αναφέρεται σε ακριβώς τρία αντικείμενα
    Some languages have the trial in addition to the singular and the plural.

ρήμα “trial”

απαρέμφατο trial; αυτός trials; αόριστος trialed us, trialled uk; μετοχή αορ. trialed us, trialled uk; μετοχή ενεστ. trialing us, trialling uk
  1. δοκιμάζω
    The company is trialing a new product in select markets.
  2. αξιολογώ (σε ρόλο ή εργασία)
    The team is trialing new players for the upcoming season.

επίθετο “trial”

βασική μορφή trial, μη βαθμ.
  1. δοκιμαστικός
    They are using a trial version of the software.
  2. αναφερόμενος στον γραμματικό αριθμό που χρησιμοποιείται για ακριβώς τρία αντικείμενα
    The language has trial pronouns for groups of three.