ρήμα “repay”
απαρέμφατο repay; αυτός repays; αόριστος repaid; μετοχή αορ. repaid; μετοχή ενεστ. repaying
- αποπληρώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He promised to repay me the money I lent him last month.
- ανταποδίδω
She repaid his generosity by helping him when he was in need.
- αποδίδω (αξίζει τον κόπο)
Spending time studying every day will repay you with better grades in the long run.