ουσιαστικό “niche”
ενικός niche, πληθυντικός niches
- κόγχη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The old church had a beautiful marble statue of an angel placed in a niche above the entrance.
- θέση (στην επιχείρηση)
After years of trying different jobs, Maria finally found her niche in designing eco-friendly clothing for children.
- οικολογική θέση
In the forest, woodpeckers and tree frogs each have their own niche, with woodpeckers eating insects from tree bark and tree frogs catching bugs near the leaves.
επίθετο “niche”
βασική μορφή niche, μη βαθμ.
- εξειδικευμένος
The store specializes in niche books that only a few people are interested in.
ρήμα “niche”
απαρέμφατο niche; αυτός niches; αόριστος niched; μετοχή αορ. niched; μετοχή ενεστ. niching
- τοποθετώ σε κόγχη
She niched the small statue into the alcove above the fireplace.