ουσιαστικό “explosion”
ενικός explosion, πληθυντικός explosions ή μη μετρήσιμο
- έκρηξη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fireworks show ended with a spectacular explosion that lit up the night sky.
- έκρηξη (σε ποσότητα ή μέγεθος)
The introduction of smartphones caused an explosion in mobile internet usage.