·

explosion (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “explosion”

ενικός explosion, πληθυντικός explosions ή μη μετρήσιμο
  1. έκρηξη
    The fireworks show ended with a spectacular explosion that lit up the night sky.
  2. έκρηξη (σε ποσότητα ή μέγεθος)
    The introduction of smartphones caused an explosion in mobile internet usage.