·

frank (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Frank (Κύριο Όνομα, ουσιαστικό)

επίθετο “frank”

frank, συγκρ. franker, υπερθ. frankest
  1. ειλικρινής
    May I be frank with you about your performance?

ουσιαστικό “frank”

ενικός frank, πληθυντικός franks ή μη μετρήσιμο
  1. λουκάνικο
    She grilled some franks for the picnic.
  2. σημάδι ή υπογραφή σε φάκελο που δείχνει ότι τα ταχυδρομικά τέλη έχουν πληρωθεί
    The envelope bore a frank in place of a stamp.

ρήμα “frank”

απαρέμφατο frank; αυτός franks; αόριστος franked; μετοχή αορ. franked; μετοχή ενεστ. franking
  1. σφραγίζω (ταχυδρομικά)
    The postal clerk franked the package before sending it.