Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Frank (Κύριο Όνομα, ουσιαστικό) επίθετο “frank”
frank, συγκρ. franker, υπερθ. frankest
- ειλικρινής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
May I be frank with you about your performance?
ουσιαστικό “frank”
ενικός frank, πληθυντικός franks ή μη μετρήσιμο
- λουκάνικο
She grilled some franks for the picnic.
- σημάδι ή υπογραφή σε φάκελο που δείχνει ότι τα ταχυδρομικά τέλη έχουν πληρωθεί
The envelope bore a frank in place of a stamp.
ρήμα “frank”
απαρέμφατο frank; αυτός franks; αόριστος franked; μετοχή αορ. franked; μετοχή ενεστ. franking
- σφραγίζω (ταχυδρομικά)
The postal clerk franked the package before sending it.