ουσιαστικό “wire”
ενικός wire, πληθυντικός wires ή μη μετρήσιμο
- σύρμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The craftsman shaped the sculpture using wire.
- καλώδιο
Be careful not to touch the exposed wires.
- κοριός
The detective wore a wire to gather evidence.
- μήνυμα που αποστέλλεται με τηλέγραφο· τηλεγράφημα
He received a wire informing him of the news.
ρήμα “wire”
απαρέμφατο wire; αυτός wires; αόριστος wired; μετοχή αορ. wired; μετοχή ενεστ. wiring
- καλωδιώνω
An electrician came to wire the new house.
- δένω με σύρμα
They wired the broken gate shut.
- μεταφέρω (ηλεκτρονικά)
She wired me the payment yesterday.
- παγιδεύω με κοριούς
The police wired his office to gather evidence.