·

wire (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “wire”

ενικός wire, πληθυντικός wires ή μη μετρήσιμο
  1. σύρμα
    The craftsman shaped the sculpture using wire.
  2. καλώδιο
    Be careful not to touch the exposed wires.
  3. κοριός
    The detective wore a wire to gather evidence.
  4. μήνυμα που αποστέλλεται με τηλέγραφο· τηλεγράφημα
    He received a wire informing him of the news.

ρήμα “wire”

απαρέμφατο wire; αυτός wires; αόριστος wired; μετοχή αορ. wired; μετοχή ενεστ. wiring
  1. καλωδιώνω
    An electrician came to wire the new house.
  2. δένω με σύρμα
    They wired the broken gate shut.
  3. μεταφέρω (ηλεκτρονικά)
    She wired me the payment yesterday.
  4. παγιδεύω με κοριούς
    The police wired his office to gather evidence.