·

expression (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “expression”

ενικός expression, πληθυντικός expressions ή μη μετρήσιμο
  1. έκφραση (λέξη ή φράση)
    The expression "break the ice" means to start a conversation in a social setting.
  2. έκφραση (στο πρόσωπο)
    His joyful expression made everyone around him smile.
  3. έκφραση (μέσω λόγων, τέχνης ή πράξεων)
    She found painting to be a great form of expression for her emotions.
  4. έκφραση (στη μουσική)
    The violinist played with such expression that the audience was moved to tears.
  5. παράσταση (στα μαθηματικά)
    The expression "2a + 3b" can be simplified if we know the values of 'a' and 'b'.
  6. έκφραση (στον προγραμματισμό)
    In the code, the expression "x > y" compares two numbers.
  7. έκφραση (βιολογία: η διαδικασία με την οποία ένα γονίδιο παράγει το προϊόν του και εκτελεί τη λειτουργία του)
    Researchers examined the expression of the gene responsible for eye color.