ρήμα “say”
απαρέμφατο say; αυτός says; αόριστος said; μετοχή αορ. said; μετοχή ενεστ. saying
- λέω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He said he would be here tomorrow.
- προφέρω
Please say your name slowly and clearly.
- απαγγέλλω
Martha, will you say the Pledge of Allegiance?
- αναγράφω (στο πλαίσιο της εμφάνισης μηνύματος μέσω γραφής ή εκτύπωσης)
The sign says it’s 50 kilometres to Paris.
- λένε
They say "when in Rome, do as the Romans do."
ουσιαστικό “say”
ενικός say, πληθυντικός says ή μη μετρήσιμο
- λόγος (στο πλαίσιο της ευκαιρίας ή της εξουσίας να εκφράσει κάποιος την άποψή του ή να συμμετάσχει σε μια απόφαση)
I don't have a say in the matter.
επίρρημα “say”
- ας πούμε
Pick a color you think they'd like, say, peach.