·

say (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, επίρρημα

ρήμα “say”

απαρέμφατο say; αυτός says; αόριστος said; μετοχή αορ. said; μετοχή ενεστ. saying
  1. λέω
    He said he would be here tomorrow.
  2. προφέρω
    Please say your name slowly and clearly.
  3. απαγγέλλω
    Martha, will you say the Pledge of Allegiance?
  4. αναγράφω (στο πλαίσιο της εμφάνισης μηνύματος μέσω γραφής ή εκτύπωσης)
    The sign says it’s 50 kilometres to Paris.
  5. λένε
    They say "when in Rome, do as the Romans do."

ουσιαστικό “say”

ενικός say, πληθυντικός says ή μη μετρήσιμο
  1. λόγος (στο πλαίσιο της ευκαιρίας ή της εξουσίας να εκφράσει κάποιος την άποψή του ή να συμμετάσχει σε μια απόφαση)
    I don't have a say in the matter.

επίρρημα “say”

say (more/most)
  1. ας πούμε
    Pick a color you think they'd like, say, peach.