·

Greek (EN)
επίθετο, Κύριο Όνομα, ουσιαστικό, ουσιαστικό

επίθετο “Greek”

βασική μορφή Greek, μη βαθμ.
  1. ελληνικός
    She studied Greek mythology in her literature class.
  2. (ΗΠΑ) που σχετίζεται με αδελφότητες ή αδελφάτα κολλεγίων
    He enjoyed being part of the Greek community during his university years.

Κύριο Όνομα “Greek”

Greek
  1. Ελληνικά
    He learned Greek to read ancient texts in their original form.

ουσιαστικό “Greek”

ενικός Greek, πληθυντικός Greeks
  1. Έλληνας (άνθρωπος από την Ελλάδα)
    We had a fascinating conversation with a Greek we met at the café.
  2. (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) μέλος πανεπιστημιακής αδελφότητας ή αδελφότητας γυναικών
    She became a Greek to make new friends on campus.

ουσιαστικό “Greek”

ενικός Greek, μη μετρήσιμο
  1. ελληνική κουζίνα
    They decided to cook Greek for the family dinner.
  2. (μεταφορικά, καθομιλουμένη) ακατάληπτη γλώσσα· κάτι ακατανόητο
    The legal document was Greek to me, so I asked a lawyer to explain.
  3. κείμενο κράτησης θέσης που χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό· lorem ipsum
    The graphic artist filled the brochure with Greek until the final text was approved.