·

photo (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “photo”

ενικός photo, πληθυντικός photos
  1. φωτογραφία
    She took a photo of the sunset with her new camera.

ρήμα “photo”

απαρέμφατο photo; αυτός photos; αόριστος photoed; μετοχή αορ. photoed; μετοχή ενεστ. photoing
  1. φωτογραφίζω
    She photoed the beautiful sunset at the beach.