ουσιαστικό “photo”
ενικός photo, πληθυντικός photos
- φωτογραφία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She took a photo of the sunset with her new camera.
ρήμα “photo”
απαρέμφατο photo; αυτός photos; αόριστος photoed; μετοχή αορ. photoed; μετοχή ενεστ. photoing
- φωτογραφίζω
She photoed the beautiful sunset at the beach.