·

view (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “view”

απαρέμφατο view; αυτός views; αόριστος viewed; μετοχή αορ. viewed; μετοχή ενεστ. viewing
  1. παρακολουθώ
    She viewed the sunset from her balcony.
  2. θεωρώ
    She views the changes as an opportunity for growth.
  3. επιθεωρώ (σπίτι ή διαμέρισμα)
    We viewed three apartments before choosing the one we liked best.

ουσιαστικό “view”

ενικός view, πληθυντικός views ή μη μετρήσιμο
  1. θέα
    From the top of the hill, the view of the valley was breathtaking.
  2. οπτικό πεδίο
    The tall trees blocked our view of the mountains.
  3. προβολή
    The video got over a million views in just one day.
  4. απεικόνιση (τοπίου)
    She hung a beautiful view of the mountains on her living room wall.
  5. άποψη
    In my view, the movie was too long and a bit boring.
  6. ερμηνεία
    Her view on climate change is influenced by her background in environmental science.
  7. σκοπός
    She saved money every month with a view to buying a new car.
  8. (στην πληροφορική) ένας εικονικός πίνακας σε μια βάση δεδομένων
    The database administrator created a view to simplify the complex query results for the sales report.
  9. (στην πληροφορική) το μέρος μιας εφαρμογής λογισμικού που παρουσιάζει δεδομένα στους χρήστες με συγκεκριμένο τρόπο
    The recently added view shows the user's profile information.