ρήμα “view”
απαρέμφατο view; αυτός views; αόριστος viewed; μετοχή αορ. viewed; μετοχή ενεστ. viewing
- παρακολουθώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She viewed the sunset from her balcony.
- θεωρώ
She views the changes as an opportunity for growth.
- επιθεωρώ (σπίτι ή διαμέρισμα)
We viewed three apartments before choosing the one we liked best.
ουσιαστικό “view”
ενικός view, πληθυντικός views ή μη μετρήσιμο
- θέα
From the top of the hill, the view of the valley was breathtaking.
- οπτικό πεδίο
The tall trees blocked our view of the mountains.
- προβολή
The video got over a million views in just one day.
- απεικόνιση (τοπίου)
She hung a beautiful view of the mountains on her living room wall.
- άποψη
In my view, the movie was too long and a bit boring.
- ερμηνεία
Her view on climate change is influenced by her background in environmental science.
- σκοπός
She saved money every month with a view to buying a new car.
- (στην πληροφορική) ένας εικονικός πίνακας σε μια βάση δεδομένων
The database administrator created a view to simplify the complex query results for the sales report.
- (στην πληροφορική) το μέρος μιας εφαρμογής λογισμικού που παρουσιάζει δεδομένα στους χρήστες με συγκεκριμένο τρόπο
The recently added view shows the user's profile information.