·

loving (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
love (ρήμα)

επίθετο “loving”

βασική μορφή loving (more/most)
  1. αγαπησιάρικος/η/ο
    She gave her child a loving hug before bedtime.