Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “loving”
βασική μορφή loving (more/most)
- αγαπησιάρικος/η/ο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She gave her child a loving hug before bedtime.