επίθετο “two-wheeled”
βασική μορφή two-wheeled, μη βαθμ.
- δίτροχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She prefers riding two-wheeled vehicles like motorcycles instead of cars.