επίθετο “successful”
βασική μορφή successful (more/most)
- επιτυχημένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The team was thrilled after their successful presentation won them the contract.
- διάσημος και πλούσιος (έχει αποκτήσει δημοτικότητα και/ή έχει κερδίσει σημαντικό χρηματικό ποσό)
The singer's new album was so successful that it topped the charts for weeks.