·

successful (EN)
επίθετο

επίθετο “successful”

βασική μορφή successful (more/most)
  1. επιτυχημένος
    The team was thrilled after their successful presentation won them the contract.
  2. διάσημος και πλούσιος (έχει αποκτήσει δημοτικότητα και/ή έχει κερδίσει σημαντικό χρηματικό ποσό)
    The singer's new album was so successful that it topped the charts for weeks.