επίθετο “innovative”
βασική μορφή innovative (more/most)
- καινοτόμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Their innovative approach to recycling turned plastic waste into durable construction materials.