ουσιαστικό “depreciation”
ενικός depreciation, πληθυντικός depreciations ή μη μετρήσιμο
- απομείωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The depreciation of his car was significant after three years of heavy use.
- απόσβεση
The company's financial statements included depreciation.
- υποτίμηση (υποβιβασμός)
His constant depreciation of her ideas made her feel unappreciated in the team.