·

NPA (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “NPA”

ενικός NPA, πληθυντικός NPAs
  1. Non-Performing Asset, ένα περιουσιακό στοιχείο, ειδικά ένα δάνειο, που δεν αποφέρει εισόδημα ή αποπληρωμές όπως αναμενόταν.
    The bank's profits declined due to a significant increase in NPAs.
  2. Nonviolent Personal Accountability, υπενθύμιση για αποφυγή προσωπικών επιθέσεων σε συζητήσεις.
    The moderator reminded everyone of the NPA rule during the heated debate.
  3. (πολιτική των ΗΠΑ) ψηφοφόρος εγγεγραμμένος χωρίς κομματική ένταξη
    In Florida, NPAs cannot vote in primary elections.