·

π (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “π”

π, pi
  1. το 16ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    The teacher wrote a π on the blackboard.

σύμβολο “π”

π
  1. (μαθηματικά) η μαθηματική σταθερά π, περίπου 3,1416, ίση με το λόγο της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του.
    In our geometry lesson, we calculated the circumference of circles using π.
  2. (φυσική) ένας τύπος σωματιδίου μεσονίου που ονομάζεται πιόνιο
    Physicists observed the decay of the π meson during the experiment.
  3. (μαθηματικά) ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ομοτοπική ομάδα στην αλγεβρική τοπολογία
    The topologist explained how π₁ measures the fundamental group of a space.
  4. (μαθηματικά) η συνάρτηση καταμέτρησης πρώτων αριθμών, η οποία δίνει τον αριθμό των πρώτων αριθμών που είναι μικρότεροι ή ίσοι με έναν δεδομένο αριθμό
    Mathematicians study the behavior of π(n), the prime-counting function.
  5. (φωνητική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει ένα ηχηρό λαβιακό κλικ σύμφωνο σε ορισμένα φωνητικά αλφάβητα
    In phonetic transcription, π is sometimes used to represent a labial click sound.