·

fixed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
fix (ρήμα)

επίθετο “fixed”

βασική μορφή fixed (more/most)
  1. σταθερός
    They signed a contract with a fixed interest rate for the mortgage.