·

god (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
God (Κύριο Όνομα, επίφωνο)

ουσιαστικό “god”

ενικός god, πληθυντικός gods
  1. θεός
    People in ancient cultures worshipped many gods.
  2. είδωλο (θαυμασμού)
    To his fans, the singer was a god.
  3. θεός (άνδρας)
    She thought he was a god with his striking looks.
  4. άγαλμα θεού
    The temple contained gods made of stone.
  5. διαχειριστής (παιχνιδιού)
    The gods of the game announced a new update.