·

timed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
time (ρήμα)

επίθετο “timed”

βασική μορφή timed, μη βαθμ.
  1. χρονομετρημένος
    The fireworks display is timed to start exactly at midnight to welcome the New Year.
  2. χρονομετρημένος
    The timed exam allowed students only 30 minutes to complete all the questions.