·

regulatory compliance (EN)
φράση

φράση “regulatory compliance”

  1. κανονιστική συμμόρφωση (η πράξη της τήρησης όλων των νόμων και κανονισμών που είναι σχετικοί με έναν οργανισμό)
    The new policies were introduced to ensure regulatory compliance across all departments.
  2. κανονιστική συμμόρφωση (ο επαγγελματικός τομέας που επικεντρώνεται στη διασφάλιση ότι οι οργανισμοί πληρούν τα νομικά πρότυπα)
    After completing her degree, she pursued a career in regulatory compliance.