επίθετο “duplex”
βασική μορφή duplex, μη βαθμ.
- διπλός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The engineer designed a duplex system for improved safety.
- ντούπλεξ (στην αρχιτεκτονική, με δύο ορόφους ή επίπεδα)
The duplex apartment offers stunning views from both floors.
- διπλής κατεύθυνσης (στις τηλεπικοινωνίες, επιτρέπει την επικοινωνία και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα)
The new radio uses duplex transmission.
ουσιαστικό “duplex”
ενικός duplex, πληθυντικός duplexes
- διπλοκατοικία (ένα σπίτι χωρισμένο σε δύο ξεχωριστές μονάδες, καθεμία με τη δική της είσοδο)
They live in a duplex and rent out one side to tenants.
- ντούπλεξ (διαμέρισμα ή κατοικία με δύο ορόφους που συνδέονται με εσωτερική σκάλα)
She purchased a duplex overlooking the city skyline.
- ντούπλεξ (στις τηλεπικοινωνίες, ένα σύστημα που επιτρέπει ταυτόχρονη αμφίδρομη επικοινωνία)
The radio operates in duplex, enabling two people to talk and listen at the same time.
- δίκλωνο (μόριο DNA ή RNA)
The scientists studied the structure of the DNA duplex.