·

duplex (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “duplex”

βασική μορφή duplex, μη βαθμ.
  1. διπλός
    The engineer designed a duplex system for improved safety.
  2. ντούπλεξ (στην αρχιτεκτονική, με δύο ορόφους ή επίπεδα)
    The duplex apartment offers stunning views from both floors.
  3. διπλής κατεύθυνσης (στις τηλεπικοινωνίες, επιτρέπει την επικοινωνία και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα)
    The new radio uses duplex transmission.

ουσιαστικό “duplex”

ενικός duplex, πληθυντικός duplexes
  1. διπλοκατοικία (ένα σπίτι χωρισμένο σε δύο ξεχωριστές μονάδες, καθεμία με τη δική της είσοδο)
    They live in a duplex and rent out one side to tenants.
  2. ντούπλεξ (διαμέρισμα ή κατοικία με δύο ορόφους που συνδέονται με εσωτερική σκάλα)
    She purchased a duplex overlooking the city skyline.
  3. ντούπλεξ (στις τηλεπικοινωνίες, ένα σύστημα που επιτρέπει ταυτόχρονη αμφίδρομη επικοινωνία)
    The radio operates in duplex, enabling two people to talk and listen at the same time.
  4. δίκλωνο (μόριο DNA ή RNA)
    The scientists studied the structure of the DNA duplex.