algae (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
alga (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “algae”

sg. algae, uncountable
  1. άλγη
    The algae in the pond was slimy.
  2. φύκος (είδος άλγης)
    Chlorella is an algae.