·

my (EN)
οριστικό, επίφωνο

οριστικό “my”

possessive my, standalone mine
  1. μου
    I need to charge my phone; it's almost dead.

επίφωνο “my”

my
  1. ω, δικέ μου (χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως "ω, δικέ μου Θεέ" για να εκφράσει έκπληξη ή θαυμασμό)
    My, how quickly the children have grown up!