ρήμα “seek”
απαρέμφατο seek; αυτός seeks; αόριστος sought; μετοχή αορ. sought; μετοχή ενεστ. seeking
- αναζητώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Children often seek hidden Easter eggs during the spring holiday.
- ζητώ
After the misunderstanding, he sought her understanding and patience.