ουσιαστικό “folk”
ενικός folk, πληθυντικός folks ή μη μετρήσιμο
- λαός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
There was a lot of folk in the village during the annual festival.
- συγγενείς (γονείς)
I'm spending the weekend with my folks in the countryside.
- παραδοσιακή μουσική
She loves listening to folk on her old record player.
επίθετο “folk”
βασική μορφή folk, μη βαθμ.
- λαϊκός
The festival celebrated folk music and dances from different regions of the country.
- λαϊκός (ευρέως διαδεδομένος)
Many people rely on folk remedies to treat minor illnesses, even though they aren't scientifically proven.