·

shingle (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “shingle”

ενικός shingle, πληθυντικός shingles ή μη μετρήσιμο
  1. κεραμίδι
    The storm blew several shingles off our roof, and we had to repair it before the rain returned.
  2. βότσαλο
    We walked along the beach, our steps crunching on the shingle beneath our feet.

ρήμα “shingle”

απαρέμφατο shingle; αυτός shingles; αόριστος shingled; μετοχή αορ. shingled; μετοχή ενεστ. shingling
  1. καλύπτω με κεραμίδια
    The carpenters worked all day to shingle the new house before the rain came.
  2. κόβω τα μαλλιά έτσι ώστε να πέφτουν σε επικαλυπτόμενες στρώσεις
    She decided to shingle her hair into a stylish bob.