ουσιαστικό “star”
ενικός star, πληθυντικός stars
- αστέρι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every night, we gaze at the stars twinkling in the sky.
- αστέρι (σχήμα)
The child drew a star with five points to put on top of her Christmas tree.
- πρωταγωνιστής
The star of the new Broadway musical received a standing ovation.
- σταρ
The young athlete was considered a star after winning three gold medals.
ρήμα “star”
απαρέμφατο star; αυτός stars; αόριστος starred; μετοχή αορ. starred; μετοχή ενεστ. starring
- πρωταγωνιστώ
Next year, he will star in a Broadway production of "Hamlet."
- παρουσιάζω ως πρωταγωνιστή
The new action movie stars a well-known martial artist as the lead hero.
- σημαδεύω με αστέρι
Please star the important dates on the calendar so we don't forget them.