ουσιαστικό “notebook”
ενικός notebook, πληθυντικός notebooks
- τετράδιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She carried a small notebook to jot down her ideas throughout the day.
- τετράδιο (σχολικό)
Emily jotted down her homework assignments in her new notebook.
- φορητός υπολογιστής (μικρός, προσωπικός)
He always took his notebook to meetings to take notes and check his emails.
- ένα ψηφιακό έγγραφο που συνδυάζει κώδικα προγραμματισμού, αποτελέσματα και επεξηγηματικό κείμενο
She shared her data analysis using a Jupyter notebook so others could follow her steps.