·

notebook (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “notebook”

ενικός notebook, πληθυντικός notebooks
  1. τετράδιο
    She carried a small notebook to jot down her ideas throughout the day.
  2. τετράδιο (σχολικό)
    Emily jotted down her homework assignments in her new notebook.
  3. φορητός υπολογιστής (μικρός, προσωπικός)
    He always took his notebook to meetings to take notes and check his emails.
  4. ένα ψηφιακό έγγραφο που συνδυάζει κώδικα προγραμματισμού, αποτελέσματα και επεξηγηματικό κείμενο
    She shared her data analysis using a Jupyter notebook so others could follow her steps.