ουσιαστικό “blanking”
ενικός blanking, πληθυντικός blankings ή μη μετρήσιμο
- (στην τηλεόραση) η διαδικασία προσωρινής απενεργοποίησης της οθόνης κατά την ενημέρωση της εικόνας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The old CRT monitor had noticeable blanking during the picture refresh.