·

blanking (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “blanking”

ενικός blanking, πληθυντικός blankings ή μη μετρήσιμο
  1. (στην τηλεόραση) η διαδικασία προσωρινής απενεργοποίησης της οθόνης κατά την ενημέρωση της εικόνας
    The old CRT monitor had noticeable blanking during the picture refresh.