·

unexplored (EN)
επίθετο

επίθετο “unexplored”

βασική μορφή unexplored (more/most)
  1. ανεξερεύνητος (masculine), ανεξερεύνητη (feminine), ανεξερεύνητο (neuter)
    The dense jungle remained largely unexplored, hiding secrets from the modern world.