επίθετο “unexplored”
βασική μορφή unexplored (more/most)
- ανεξερεύνητος (masculine), ανεξερεύνητη (feminine), ανεξερεύνητο (neuter)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dense jungle remained largely unexplored, hiding secrets from the modern world.