ουσιαστικό “minimalism”
ενικός minimalism, πληθυντικός minimalisms ή μη μετρήσιμο
- μινιμαλισμός (τρόπος ζωής)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After embracing minimalism in her life, she sold most of her belongings and moved into a tiny house to simplify her lifestyle.
- μινιμαλισμός (σχεδιασμός)
The company's new website uses minimalism to create a clean and user-friendly experience.
- μινιμαλισμός (καλλιτεχνικό κίνημα)
The museum's collection of minimalism includes sculptures made of plain, unadorned materials, emphasizing form over decoration.
- μινιμαλισμός (μουσικό στυλ)
The composer's new piece embraced minimalism, featuring a series of repeating notes that slowly evolved over time.