ουσιαστικό “mandate”
ενικός mandate, πληθυντικός mandates ή μη μετρήσιμο
- εντολή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government issued a mandate requiring all citizens to wear masks in public spaces to prevent the spread of the virus.
- εντολή (από τους ψηφοφόρους)
The president saw her landslide victory as a clear mandate from the people to implement healthcare reform.
- θητεία
During her first mandate, the Prime Minister introduced significant environmental policies.
- εντολή (από τη Λίγκα των Εθνών)
After World War I, the League of Nations issued a mandate to France to oversee the administration of Syria.
- επικράτεια υπό εντολή
After World War I, the League of Nations assigned Palestine as a mandate to Britain, tasking it with the administration of the territory.
ρήμα “mandate”
απαρέμφατο mandate; αυτός mandates; αόριστος mandated; μετοχή αορ. mandated; μετοχή ενεστ. mandating
- εξουσιοδοτώ
The government mandated the agency to regulate food safety standards.
- απαιτώ με νόμο ή κανόνα
The government mandated the wearing of helmets for all motorcycle riders.