·

pave (EN)
ρήμα

ρήμα “pave”

απαρέμφατο pave; αυτός paves; αόριστος paved; μετοχή αορ. paved; μετοχή ενεστ. paving
  1. καλύπτω μια επιφάνεια με σκληρό υλικό όπως σκυρόδεμα, άσφαλτο ή πέτρες
    The workers are paving the road to make it smoother for cars.
  2. προετοιμάζω (το έδαφος)
    Her research paved the way for many important discoveries in the field.