ρήμα “pave”
απαρέμφατο pave; αυτός paves; αόριστος paved; μετοχή αορ. paved; μετοχή ενεστ. paving
- καλύπτω μια επιφάνεια με σκληρό υλικό όπως σκυρόδεμα, άσφαλτο ή πέτρες
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The workers are paving the road to make it smoother for cars.
- προετοιμάζω (το έδαφος)
Her research paved the way for many important discoveries in the field.